- θεραπευτήριος
- -α, -ο (Μ θεραπευτήριος, -ία, -ον)αυτός που συντελεί στη θεραπείανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το θεραπευτήριοίδρυμα όπου θεραπεύονται ασθενείς, νοσηλευτήριο («θεραπευτήριον ο Ευαγγελισμός»)μσν.το ουδ. ως ουσ. τό θεραπευτήριοντρόπος θεραπείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπευτήρ. Με τη νεοελλ. σημ. «νοσοκομείο» η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.